Σολυμηΐς

Σολυμηΐς
ἡ, Α
αυτή που κατάγεται από τα Ιεροσόλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σόλυμα, ιουδαϊκή πόλη που ορισμένοι την ταυτίζουν με τα Ιεροσόλυμα + κατάλ. -ηΐς (πρβλ. Περσ-ηΐς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”